- μεταχλωράλη
- Πολυμερές της χλωράλης, που σχηματίζεται με επίδραση θειικού οξέος. Είναι στερεό κρυσταλλικό σώμα και μπορεί με απόσταξη να δώσει πάλι χλωράλη. Αυτή η διπλή μετατροπή της μ. χρησιμοποιείται στον καθαρισμό τη χλωράλης.
* * *ηχημ. στερεό κρυσταλλικό σώμα, πολυμερές παράγωγο τής χλωράλης, που παράγεται με επίδραση θειικού οξέος σε αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.